- μιστό
- το (Μ μιστό)βλ. μισθό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισθό — και μιστό, το (Μ μισθό και μιστό) 1. μισθός 2. αγαθοεργία, ευεργεσία, ελεημοσύνη 3. ηθική ανταμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μισθός, με αλλαγή γένους κατά το αντίθετο κρίμα (το) «αδίκημα» (πρβλ. ο χόρτος > το χόρτο)] … Dictionary of Greek
μιστύλλω — (Α) κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακόβω, κομματιάζω, λειανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός αμάρτυρου επιθ. *μιστύλος «κομματιασμένος, τεμαχισμένος» (πρβλ. στωμύλος: στωμύλλω, καμπύλος: καμπύλλω) αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία… … Dictionary of Greek